- ζωστικό
- ζωστικό τοподрясник, монашеский подрясник с поясом, см. αντερί
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
ζωστικό(ν) — το [ζώνω] εσωτερικό ένδυμα ιερωμένου που φτάνει μέχρι τα πόδια («εφόρει παλαιό ξεθωριασμένο ζωστικόν», Παπαδ.) … Dictionary of Greek